- εἰκονογράφου
- εἰκονογράφοςportraitpaintermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εικονογράφημα — το (Μ εἰκονογράφημα) 1. το δημιούργημα τού εικονογράφου 2. ζωγραφιά σε έντυπο μσν. εικόνα, εικόνισμα … Dictionary of Greek
εικονογραφία — Η τυπική απεικόνιση στα έργα τέχνης ιστορικών, μυθολογικών και θρησκευτικών προσώπων και θεμάτων με τα διακριτικά τους σύμβολα ή γνωρίσματα, όπως έχουν καθοριστεί από την παράδοση και το δόγμα. Για παράδειγμα, ένας αετός ή ένας επιβλητικός ώριμος … Dictionary of Greek
Καράν ντ’ Ας — (Caran d’ Ache, Μόσχα 1858 – Παρίσι 1909). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου σχεδιαστή και γελοιογράφου Εμανουέλ Πουαρέ, το οποίο προέρχεται από τη ρωσική λέξη καραντάς που σημαίνει μολύβι. Καταγόταν από Γάλλους γονείς που ήταν εγκατεστημένοι στη … Dictionary of Greek
εικονογραφία — η 1. εικονογράφηση (βλ. λ.). 2. ζωγραφικός πίνακας, ζωγραφιά. 3. προσωπογραφία, πορτρέτο. 4. αγιογραφία: Αγιορείτικη εικονογραφία. 5. εικόνα για διακόσμηση βιβλίου. 6. η τέχνη του εικονογράφου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)